ἐγγράφει

ἐγγράφει
ἐγγράφω
make incisions into
pres ind mp 2nd sg
ἐγγράφω
make incisions into
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εγγράφημα — το 1. ό,τι έχει εγγραφεί σε δίσκο, μαγνητική ταινία κ.λπ. 2. δίσκος, μαγνητική ταινία κ.λπ. πάνω στον οποίο έχει εγγραφεί λόγος, μουσικό κομμάτι, τραγούδι κ.λπ …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… …   Dictionary of Greek

  • ανέγγραπτος — η, ο (Α ἀνέγγραπτος, ον) αυτός που δεν έχει επίσημα εγγραφεί …   Dictionary of Greek

  • εγγράψιμος — η, ο (AM ἐγγράψιμος, ον) αυτός που μπορεί να εγγραφεί, να γραφτεί ή να παρασταθεί μέσα σε ορισμένο πλαίσιο («τα κανονικά πολύγωνα είναι εγγράψιμα σε περιφέρεια») …   Dictionary of Greek

  • επιταχύγραφο — το και επιταχυνσι(ο)γράφος, ο (μηχ.) όργανο που εγγράφει την επιτάχυνση μιας κίνησης, όπως π.χ. τού βλήματος μέσα στον σωλήνα τών πυροβόλων όπλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτάχυνση + γράφος (< γράφω). Απόδοση στην Ελλ. ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ.… …   Dictionary of Greek

  • ισολογισμός — Λογιστικό έγγραφο, που παρουσιάζει την περιουσιακή κατάσταση μιας επιχείρησης ή ενός προσώπου σε μια ορισμένη χρονική στιγμή. ι. επιχείρησης. Ο ι. επιχείρησης είναι το λογιστικό έγγραφο που απεικονίζει την περιουσιακή κατάσταση μιας επιχείρησης… …   Dictionary of Greek

  • κούρειον — κούρειον, τὸ (Α) [κουρά] το πρόβατο που θυσιαζόταν από τον πατέρα ο οποίος οδηγούσε το παιδί του στους φράτερες, μόλις αυτὸ γινόταν τριών ή τεσσάρων ετών, για να εγγραφεί στη φρατρία κατά την κουρεώτιδα ημέρα, την τρίτη τών Απατουρίων …   Dictionary of Greek

  • μαγνητόφωνο — Συσκευή, η λειτουργία της οποίας βασίζεται σε μαγνητικά φαινόμενα και η οποία χρησιμοποιείται για την εγγραφή, σε ειδική ταινία, και την αναπαραγωγή ήχων. Ουσιαστικά βασίζεται στη δυνατότητα μαγνήτισης εξ επαγωγής ενός στρώματος οξειδίου του… …   Dictionary of Greek

  • μυογράφος — ο φυσιολ. αυτογραφική συσκευή που εγγράφει τις μυϊκές συστολές, αλλ. ηλεκτρομυογράφος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. myographe (< μυς, μυός «όργανο τού σώματος» + γράφος < γράφω). Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Άστυ] …   Dictionary of Greek

  • ντέρμπι — (αγγλ. derby). Ιπποδρομίες καλπασμού που διεξάγονται κάθε χρόνο τον Μάιο ή τον Ιούνιο στον ιππόδρομο του Έψομ της κομητείας Σάρεϊ της Αγγλίας, με μήκος διαδρομής ενάμισι μίλι. Το ν. (αρχικά ήταν ένα μόνο μίλι) καθιερώθηκε το 1780 από τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”